- ἔσφαξα
- σφάζωslayaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφάζω — έσφαξα, σφάχτηκα, σφαγμένος 1. σκοτώνω κάποιον κόβοντάς του το λαιμό: Έσφαξε έναν κόκορα. 2. μτφ., καταλυπώ: Με σφάζει με τα λόγια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἄσφαξ' — ἔσφαξα , σφάζω slay aor ind act 1st sg ἔσφαξο , σφάζω slay plup ind mp 2nd sg ἔσφαξο , σφάζω slay perf imperat mp 2nd sg ἔσφαξε , σφάζω slay aor ind act 3rd sg ἔσφαξαι , σφάζω slay perf ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔσφαξ' — ἔσφαξα , σφάζω slay aor ind act 1st sg ἔσφαξο , σφάζω slay plup ind mp 2nd sg ἔσφαξο , σφάζω slay perf imperat mp 2nd sg ἔσφαξε , σφάζω slay aor ind act 3rd sg ἔσφαξαι , σφάζω slay perf ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέπεφνον — (Α) (ποιητ. τ. αόρ. β χωρίς ενεστ.) έσφαξα, σκότωσα, φόνευσα («ὁ δὲ θαρρήσας κατέπεφνεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἔ πε φν ον (βλ. λ. θείνω)] … Dictionary of Greek
σφάξιμο — το, Ν 1. σφαγή 2. φρ. «θέλει σφάξιμο» μτφ. τού χρειάζεται αυστηρή τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσφαξα τού σφάζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο)] … Dictionary of Greek
σφάζω — σφάζω, έσφαξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής